Ο ιός της ηπατίτιδας C (HCV) είναι ένας RNA ιός που προσβάλλει κυρίως το ήπαρ, προκαλώντας οξεία ή χρόνια φλεγμονή. Ανήκει στην οικογένεια Flaviviridae και χαρακτηρίζεται από υψηλή μεταλλακτικότητα, γεγονός που καθιστά δύσκολη την ανάπτυξη εμβολίου.
Η μετάδοση του ιού γίνεται κυρίως μέσω επαφής με μολυσμένο αίμα, χρήση κοινών συριγγών σε χρήστες ναρκωτικών, μη ασφαλείς ιατρικές πρακτικές και σπανιότερα μέσω σεξουαλικής επαφής. Στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι περίπου 70.000-100.000 άτομα είναι μολυσμένα με HCV, με επικράτηση 0,8-1,5% στον γενικό πληθυσμό.
Σε αντίθεση με την ηπατίτιδα A που μεταδίδεται εντερικά και την ηπατίτιδα B που μπορεί να μεταδοθεί και περιγεννητικά, η ηπατίτιδα C μεταδίδεται σχεδόν αποκλειστικά αιματογενώς. Στην Ελλάδα, οι συχνότεροι γενότυποι είναι ο 1b (60%), ο 1a (15%), ο 3a (15%) και ο 2 (10%), γεγονός που επηρεάζει την επιλογή θεραπείας.
Τα αρχικά συμπτώματα της οξείας μόλυνσης από HCV είναι συχνά ήπια ή απουσιάζουν εντελώς. Όταν εμφανίζονται, περιλαμβάνουν κόπωση, ναυτία, κοιλιακό άλγος, μυαλγίες και σπανιότερα ίκτερο. Μόνο το 20-30% των ασθενών αναπτύσσει συμπτώματα κατά την οξεία φάση.
Η χρόνια ηπατίτιδα C εξελίσσεται σιωπηλά για δεκαετίες. Οι ασθενείς μπορεί να παραμείνουν ασυμπτωματικοί για 10-40 χρόνια, ενώ σταδιακά αναπτύσσεται ηπατική ίνωση. Όταν εμφανίζονται συμπτώματα, συνήθως υποδηλώνουν προχωρημένη νόσο και περιλαμβάνουν:
Η διάγνωση βασίζεται αρχικά στην ανίχνευση αντισωμάτων anti-HCV με ELISA. Θετικό αποτέλεσμα επιβεβαιώνεται με PCR για ανίχνευση του ιικού RNA, που επιτρέπει και τον προσδιορισμό του γενοτύπου. Η παρακολούθηση περιλαμβάνει τακτικούς ελέγχους ηπατικών ενζύμων, λευκωμάτων και δεικτών ηπατικής λειτουργίας.
Η θεραπεία της ηπατίτιδας C έχει επαναστατήσει τα τελευταία χρόνια με την εισαγωγή των άμεσα αντιικών φαρμάκων (DAA), τα οποία είναι πλέον διαθέσιμα και στην ελληνική αγορά μέσω του συστήματος υγείας.
Τα κυριότερα σχήματα θεραπείας που χορηγούνται στην Ελλάδα περιλαμβάνουν:
Η διάρκεια της θεραπείας κυμαίνεται από 8 έως 12 εβδομάδες, ανάλογα με τον γενότυπο του ιού και την κατάσταση του ασθενούς. Τα ποσοστά ίασης (SVR) ξεπερνούν το 95% για όλα τα σύγχρονα σχήματα.
Ο ΕΟΠΥΥ καλύπτει πλήρως τη θεραπεία για ασθενείς που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια, όπως επιβεβαιωμένη διάγνωση HCV και αξιολόγηση από ειδικό γαστρεντερολόγο ή λοιμωξιολόγο.
Τα σύγχρονα αντιικά φάρμακα για την ηπατίτιδα C χαρακτηρίζονται από εξαιρετικό προφίλ ασφάλειας, όμως απαιτείται προσεκτική παρακολούθηση κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Οι πιο συχνές παρενέργειες περιλαμβάνουν κόπωση, κεφαλαλγία, ναυτία και αϋπνία. Αυτές είναι συνήθως ήπιες και παροδικές, χωρίς να απαιτούν διακοπή της θεραπείας.
Σημαντικές αλληλεπιδράσεις μπορεί να συμβούν με:
Ασθενείς με σοβαρή νεφρική ή ηπατική δυσλειτουργία απαιτούν προσαρμογή δοσολογίας ή εναλλακτικά σχήματα. Η παρακολούθηση περιλαμβάνει τακτικούς εργαστηριακούς ελέγχους για την αξιολόγηση της ηπατικής λειτουργίας και του ιικού φορτίου. Ειδική προσοχή απαιτείται σε ασθενείς με συνυπάρχουσα λοίμωξη HIV ή HBV.
Η πρόληψη της ηπατίτιδας C βασίζεται στην αποφυγή επαφής με μολυσμένο αίμα. Αποφεύγετε την κοινή χρήση συριγγών, βελονών, ξυραφιών ή οδοντοβουρτσών. Βεβαιωθείτε ότι τα στούντιο τατουάζ και piercing χρησιμοποιούν αποστειρωμένα εργαλεία. Κατά τη σεξουαλική επαφή, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις αιμορραγίας, συνιστάται η χρήση προφυλακτικού.
Οι ασθενείς πρέπει να ακολουθούν τη θεραπευτική αγωγή με συνέπεια και να ενημερώνουν όλους τους γιατρούς τους για την κατάσταση της υγείας τους. Η τακτική παρακολούθηση από ειδικό γαστρεντερολόγο είναι απαραίτητη.
Η πλήρης αποχή από το αλκοόλ είναι κρίσιμη καθώς επιταχύνει την πρόοδο της νόσου. Συνιστάται ισορροπημένη διατροφή πλούσια σε φρούτα και λαχανικά, περιορισμός λιπαρών τροφών και επαρκής ενυδάτωση.
Μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας, απαιτείται εργαστηριακός έλεγχος για την επιβεβαίωση της ίασης. Ο έλεγχος του ιικού φορτίου HCV RNA πραγματοποιείται 12 εβδομάδες μετά το τέλος της θεραπείας (SVR12). Αρνητικό αποτέλεσμα σηματοδοτεί πλήρη ίαση.
Ασθενείς με κίρρωση χρειάζονται συνεχή παρακολούθηση ακόμη και μετά την ίαση, καθώς παραμένει ο κίνδυνος επιπλοκών. Συνιστώνται εξετάσεις κάθε 6 μήνες, συμπεριλαμβανομένων απεικονιστικών ελέγχων για ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα.
Η επανθεραπεία απαιτείται σπάνια, κυρίως σε περιπτώσεις αποτυχίας της αρχικής θεραπείας ή επαναμόλυνσης. Η πρόγνωση μετά την ίαση είναι εξαιρετική, με σημαντική βελτίωση της ποιότητας ζωής και μείωση του κινδύνου επιπλοκών του ήπατος.